Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεία

    Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία αποτελεί μια μορφή ψυχοθεραπείας ψυχαναλυτικού προσανατολισμού που απευθύνεται σε ανθρώπους που αναζητούν να κατανοήσουν τον εαυτό τους και το τι συμβαίνει μέσα τους, ώστε να κατορθώσουν έναν ισορροπημένο δικό τους τρόπο ζωής.

    Οι ειδικοί στόχοι που θέτει ο κάθε θεραπευόμενος βέβαια είναι μοναδικοί και αντιμετωπίζονται ως τέτοιοι. Παραδείγματος χάρην, για κάποιους μπορεί η ψυχική οδύνη να βασίζεται στην δυσκολία κατανόησης και αποδοχής του αληθινού εαυτού (όπως αναφέρει και ο Winnicot), των συναισθημάτων που νιώθουν και των σκέψεων που κάνουν με αποτέλεσμα συχνά να νιώθουν ενοχές, επίμονες τύψεις, αίσθημα αυτουποτίμησης και άλλες ψυχοσυναισθηματικές δυσκολίες. Κάποιοι άλλοι μπορεί να δυσκολεύονται να βρούνε ακόμα και τις λέξεις με τις οποίες να μπορέσουν να σκεφτούν και να κατανοήσουν τις εμπειρίες τους με αποτέλεσμα να νιώθουν συγχυση, εσωτερικό χάος, κατάθλιψη, θυμό, άγχος και άλλες δύσκολες συναισθηματικές καταστάσεις.

    Στην ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία δημιουργείται μια θεραπευτική σχέση πλασιωμένη από αμοιβαία εμπιστοσύνη, ειλικρίνεια και αλληλοσεβασμό, με αποτέλεσμα να δημιουργεί για τον θεραπευόμενο αυτόν τον πολύτιμο χώρο σκέψης μέσα από τον οποίο μπορούνε σιγά σιγά, θεραπευόμενος και θεραπευτής μαζί, να βρούνε τις κατάλληλες λέξεις για τις εμπειρίες και τα συναισθήματα του θεραπευόμενου ώστε να οδηγηθεί στην καλύτερη κατανόηση της δυσκολίας του και του εαυτού του. Αυτή η "θεραπευτική συμμαχία" μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου είναι πρωταρχικής σημασίας να υπάρξει μιας και δημιουργεί τον χώρο στον οποίο μπορεί ο άνθρωπος να υπάρξει ελεύθερα και ειλικρινά, με όλες του τις σκέψεις και τα συναισθήματα, όποιες και όποια και αν είναι αυτά.

    Σταδιακά, οι αδιέξοδοι δρόμοι αρχίζουν να βρίσκουν ανοιχτές διαδρομές και πορείες, δίνοντας την δυνατότητα στο άτομο να προχωρήσει προς μια πιο ικανοποιητική και δημιουργική ζωή. Η κατανόηση των καταστάσεων και εμπειριών που έπλασαν και συνεχίζουν να πλάθουν τον χαρακτήρα και την αντίληψη του θεραπευόμενου ως έχει αυτή σήμερα, το πως δηλαδή έφτασε ως 'εδώ' και το τι του συμβαίνει ' εδω και τώρα', είναι πολύ σημαντική ώστε να νιώσει πιο δυνατός και ικανός να διαπραγματευτεί και να αντεπεξέλθει στις τωρινές δυσκολίες που του φέρνει η ζωή, αλλά και σε παλιότερα τραύματα που ακόμη τον ταλαιπωρούν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.

 

ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ:

Α) ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ:

Βασική προυπόθεση για την αποτελεσμάτική έκβαση της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας αποτελεί η συνεπής τήρηση του θεραπευτικού συμβολαίου, στου οποίου τους όρους καλούνται και τα δύο μέλη να έρθουν σε μια αμοιβαία συμφωνία. Το θεραπευτικό συμβόλαιο συνάπτεται συνήθως μετά το τέλος των προκαταρκτικώνν συνεδριών και οριοθετεί τους ρόλους, τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των δύο μελών της θεραπευτικής σχέσης. Στη φάση αυτή συμφωνείται, η χρονική στιγμή, η διάρκεια, η συχνότητα των συνεδριών καθώς και το κόστος τους, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η θεραπευτική σχέση και να μπορέσουν τα δυο μέλη να επικεντρωθούν στον στόχο τους.

Β) ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΣΥΝΕΔΡΙΩΝ

Οι τακτικές συναντήσεις του αναλυόμενου με τον ψυχαναλυτή με μια συγκεκριμένη και προσυμφωνημένη συχνότητα συνεδριών δίνουν τη δυνατότητα στον αναλυόμενο να εμβαθύνει περισσότερο στα θέματά του. Η συχνότητα βέβαια, των συναντήσεων εκτιμάται κατά περίπτωση αλλά δε δύναται να είναι μικρότερη από μια φορά εβδομαδιαίως έτσι ώστε να περιφρουρείται η λειτουργική συνέχεια της θεραπείας.

Γ) ΤΟΠΟΣ ΣΥΝΕΔΡΙΩΝ

Ο τόπος των συνεδριών είναι στο γραφείο του αναλυτή. Οι δυό τους κάθονται αντικριστά (face en face-face to face) και ο αναλυτής ζητάει από τον αναλυόμενο να ομιλεί ελεύθερα χωρίς λογοκρισία για ότι έρχεται στο νου του. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η συχνότητα των συνεδριών υπερβαίνει τις δύο φορές εβδομαδιαίως ο αναλυόμενος μπορεί να είναι ξαπλωμένος στο ντιβάνι οπότε ο αναλυτής τον ακούει καθισμένος πίσω του σε μια πολυθρόνα.

Δ) ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ

Σε όλες τις περιπτώσεις η παράμετρος του χρόνου συνιστά τον κατεξοχήν αστάθμητο «σύμμαχο» της ψυχαναλυτικής πράξης. Πράγματι, δεν μπορούμε εκ των προτέρων να γνωρίζουμε τη διάρκειά της στο μέτρο κατά το οποίο διαφέρει για τον κάθε αναλυόμενο η φύση των προβλημάτων του αλλά και ο ρυθμός της εκφραστικότητας των εν γένει συγκινήσεων και βιωμάτων του ( συμβάντα του «εδώ και τώρα» και του «εκεί και τότε»). Από την άλλη πλευρά ο αναλυτής χρειάζεται χρόνο ώστε να μπορεί να κατανοεί ολοένα περισσότερο και σε βάθος το περιεχόμενο (έκδηλο και λανθάνον) του ασθενούς του για να μπορεί να τον βοηθά.